ασφαλιστήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασφαλιστήριος < ασφαλίζω
Επίθετο επεξεργασία
ασφαλιστήριος, -α, -ο
- ο σχετικός με μια ασφάλεια, με ένα συμβόλαιο μεταξύ ενός ασφαλιστή και ενός ασφαλιζομένου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασφαλιστήριος
|