ασφαλιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασφαλιζόμενος | η | ασφαλιζόμενη | το | ασφαλιζόμενο |
γενική | του | ασφαλιζόμενου | της | ασφαλιζόμενης | του | ασφαλιζόμενου |
αιτιατική | τον | ασφαλιζόμενο | την | ασφαλιζόμενη | το | ασφαλιζόμενο |
κλητική | ασφαλιζόμενε | ασφαλιζόμενη | ασφαλιζόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασφαλιζόμενοι | οι | ασφαλιζόμενες | τα | ασφαλιζόμενα |
γενική | των | ασφαλιζόμενων | των | ασφαλιζόμενων | των | ασφαλιζόμενων |
αιτιατική | τους | ασφαλιζόμενους | τις | ασφαλιζόμενες | τα | ασφαλιζόμενα |
κλητική | ασφαλιζόμενοι | ασφαλιζόμενες | ασφαλιζόμενα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ασφαλιζόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ασφαλίζω
- ⮡ σαν ασφαλιζόμενη αξία του οχήματος ορίζεται η τρέχουσα ...
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασφαλιζόμενος | οι | ασφαλιζόμενοι |
γενική | του | ασφαλιζόμενου & ασφαλιζομένου |
των | ασφαλιζόμενων & ασφαλιζομένων |
αιτιατική | τον | ασφαλιζόμενο | τους | ασφαλιζόμενους & ασφαλιζομένους |
κλητική | ασφαλιζόμενε | ασφαλιζόμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής ασφαλιζόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ασφαλιζόμενος αρσενικό (θηλυκό ασφαλιζόμενη)
- ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής ασφαλιζόμενος
- ⮡ Ασφαλιζόμενος: Ο αναγραφόμενος επί της ζωής του οποίου συνάπτεται η ασφάλιση...
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασφαλιζόμενος