Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντασφαλίζω < αντι- + ασφαλίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reinsure)

  Ρήμα επεξεργασία

αντασφαλίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία