κλειδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλειδώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλειδόω / κλειδ(ῶ) + -ώνω < αρχαία ελληνική κλείς < πρωτοελληνική *klāwī́ds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kliˈðo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐δώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακλειδώνω, αόρ.: κλείδωσα, παθ.φωνή: κλειδώνομαι, π.αόρ.: κλειδώθηκα, μτχ.π.π.: κλειδωμένος
- κάνω κάτι ασφαλές χρησιμοποιώντας κλειδί, ώστε να μην ανοίγει
- ⮡ είσαι σίγουρος ότι κλείδωσες την πόρτα;
- τοποθετώ κάτι σε ένα χώρο που ασφαλίζεται με κλειδί
- ⮡ θα κλειδώσω τα έγγραφα στο ντουλάπι
- (μεταφορικά) περιορίζω κάποιον σε ένα χώρο, ώστε να μην μπορεί να διαφύγει
- ⮡ τον είχε κλειδώσει στο υπόγειο για τιμωρία
- (μεταφορικά) καθορίζω μια κατάσταση, ώστε να μην μπορεί να αλλάξει
- ⮡ έχει κλειδώσει την απάντησή της
- ≈ συνώνυμα: οριστικοποιώ,εξασφαλίζω
- (τεχνολογία) βάζω ασφάλεια με ορισμένο κωδικό σε κάποιο μέσο αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων, ώστε να μην έχει άλλος πρόσβαση σε αυτά
- ⮡ κλείδωσα το αρχείο, ώστε νε μην μπορεί να τροποποιηθεί
- (ναυτικός όρος) ενώνω με κλειδί τα τμήματα από τα οποία αποτελείται η αλυσίδα της άγκυρας
- (αμετάβατο) ασφαλίζομαι με κλειδί, ώστε να μην παραβιάζομαι
- ⮡ χρειάζονται δύο διαφορετικά κλειδιά, για να κλειδώνει το χρηματοκιβώτιο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κλειδί
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλειδώνω | κλείδωνα | θα κλειδώνω | να κλειδώνω | κλειδώνοντας | |
β' ενικ. | κλειδώνεις | κλείδωνες | θα κλειδώνεις | να κλειδώνεις | κλείδωνε | |
γ' ενικ. | κλειδώνει | κλείδωνε | θα κλειδώνει | να κλειδώνει | ||
α' πληθ. | κλειδώνουμε | κλειδώναμε | θα κλειδώνουμε | να κλειδώνουμε | ||
β' πληθ. | κλειδώνετε | κλειδώνατε | θα κλειδώνετε | να κλειδώνετε | κλειδώνετε | |
γ' πληθ. | κλειδώνουν(ε) | κλείδωναν κλειδώναν(ε) |
θα κλειδώνουν(ε) | να κλειδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλείδωσα | θα κλειδώσω | να κλειδώσω | κλειδώσει | ||
β' ενικ. | κλείδωσες | θα κλειδώσεις | να κλειδώσεις | κλείδωσε | ||
γ' ενικ. | κλείδωσε | θα κλειδώσει | να κλειδώσει | |||
α' πληθ. | κλειδώσαμε | θα κλειδώσουμε | να κλειδώσουμε | |||
β' πληθ. | κλειδώσατε | θα κλειδώσετε | να κλειδώσετε | κλειδώστε | ||
γ' πληθ. | κλείδωσαν κλειδώσαν(ε) |
θα κλειδώσουν(ε) | να κλειδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλειδώσει | είχα κλειδώσει | θα έχω κλειδώσει | να έχω κλειδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλειδώσει | είχες κλειδώσει | θα έχεις κλειδώσει | να έχεις κλειδώσει | έχε κλειδωμένο | |
γ' ενικ. | έχει κλειδώσει | είχε κλειδώσει | θα έχει κλειδώσει | να έχει κλειδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλειδώσει | είχαμε κλειδώσει | θα έχουμε κλειδώσει | να έχουμε κλειδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλειδώσει | είχατε κλειδώσει | θα έχετε κλειδώσει | να έχετε κλειδώσει | έχετε κλειδωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κλειδώσει | είχαν κλειδώσει | θα έχουν κλειδώσει | να έχουν κλειδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κλειδωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κλειδωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κλειδωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κλειδωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλειδώνομαι | κλειδωνόμουν(α) | θα κλειδώνομαι | να κλειδώνομαι | ||
β' ενικ. | κλειδώνεσαι | κλειδωνόσουν(α) | θα κλειδώνεσαι | να κλειδώνεσαι | ||
γ' ενικ. | κλειδώνεται | κλειδωνόταν(ε) | θα κλειδώνεται | να κλειδώνεται | ||
α' πληθ. | κλειδωνόμαστε | κλειδωνόμαστε κλειδωνόμασταν |
θα κλειδωνόμαστε | να κλειδωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κλειδώνεστε | κλειδωνόσαστε κλειδωνόσασταν |
θα κλειδώνεστε | να κλειδώνεστε | (κλειδώνεστε) | |
γ' πληθ. | κλειδώνονται | κλειδώνονταν κλειδωνόντουσαν |
θα κλειδώνονται | να κλειδώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλειδώθηκα | θα κλειδωθώ | να κλειδωθώ | κλειδωθεί | ||
β' ενικ. | κλειδώθηκες | θα κλειδωθείς | να κλειδωθείς | κλειδώσου | ||
γ' ενικ. | κλειδώθηκε | θα κλειδωθεί | να κλειδωθεί | |||
α' πληθ. | κλειδωθήκαμε | θα κλειδωθούμε | να κλειδωθούμε | |||
β' πληθ. | κλειδωθήκατε | θα κλειδωθείτε | να κλειδωθείτε | κλειδωθείτε | ||
γ' πληθ. | κλειδώθηκαν κλειδωθήκαν(ε) |
θα κλειδωθούν(ε) | να κλειδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλειδωθεί | είχα κλειδωθεί | θα έχω κλειδωθεί | να έχω κλειδωθεί | κλειδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κλειδωθεί | είχες κλειδωθεί | θα έχεις κλειδωθεί | να έχεις κλειδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλειδωθεί | είχε κλειδωθεί | θα έχει κλειδωθεί | να έχει κλειδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλειδωθεί | είχαμε κλειδωθεί | θα έχουμε κλειδωθεί | να έχουμε κλειδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλειδωθεί | είχατε κλειδωθεί | θα έχετε κλειδωθεί | να έχετε κλειδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλειδωθεί | είχαν κλειδωθεί | θα έχουν κλειδωθεί | να έχουν κλειδωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κλειδωμένος - είμαστε, είστε, είναι κλειδωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κλειδωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κλειδωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κλειδωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κλειδωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κλειδωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κλειδωμένοι |