αλυσίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλυσίδα | οι | αλυσίδες |
γενική | της | αλυσίδας | των | αλυσίδων |
αιτιατική | την | αλυσίδα | τις | αλυσίδες |
κλητική | αλυσίδα | αλυσίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλυσίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁλυσίδα < ελληνιστική κοινή ἁλυσδίδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ἁλύσιον, υποκοριστικό για το ἅλυσις [1] [2][3][4] Συγκρίνετε με το άλυσος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.liˈsi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λυ‐σί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλυσίδα θηλυκό
- (και για κόσμημα) σειρά μεταλλικών κρίκων συνδεδεμένων μεταξύ τους
- ⮡ Φορούσε λεπτές χρυσές αλυσίδες καρτιέ στο λαιμό.
- (μεταφορικά) σειρά
- σύνολο καταστημάτων με το ίδιο όνομα τα οποία η ίδια εταιρία διαχειρίζεται
- ⮡ Δε συχνάζω στις μεγάλες αλυσίδες, προτιμάω τα μικρά γειτονικά μαγαζιά.
- σειρά πραγμάτων που συνδέονται ή εξαρτώνται το ένα από το άλλο
- ⮡ τροφική αλυσίδα, αλυσίδα γεγονότων
- σύνολο καταστημάτων με το ίδιο όνομα τα οποία η ίδια εταιρία διαχειρίζεται
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με αλυσιδ-
θέμα με αλυσο-
- → δείτε τη λέξη άλυσος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αλυσίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλυσίδα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ αλυσίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αλυσίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αλυσίδα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας