αλυσίδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλυσίδα | οι | αλυσίδες |
γενική | της | αλυσίδας | των | αλυσίδων |
αιτιατική | την | αλυσίδα | τις | αλυσίδες |
κλητική | αλυσίδα | αλυσίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλυσίδα < αρχαία ελληνική ἅλυσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλυσίδα θηλυκό
- σειρά μεταλλικών κρίκων συνδεδεμένων μεταξύ τους
- φορούσε λεπτές χρυσές αλυσίδες στο λαιμό
- σύνολο καταστημάτων με το ίδιο όνομα τα οποία η ίδια εταιρία διαχειρίζεται
- δεν συχνάζω τις μεγάλες αλυσίδες, προτιμώ τα μικρά γειτονικά μαγαζιά
- σειρά πραγμάτων που συνδέονται ή εξαρτώνται το ένα από το άλλο
- τροφική αλυσίδα, αλυσίδα γεγονότων
Επεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αλυσίδα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλυσίδα
|