Δείτε επίσης: ἁλυσίδα, Αλυσίδα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλυσίδα οι αλυσίδες
      γενική της αλυσίδας των αλυσίδων
    αιτιατική την αλυσίδα τις αλυσίδες
     κλητική αλυσίδα αλυσίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλυσίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁλυσίδα < ελληνιστική κοινή ἁλυσδίδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ἁλύσιον, υποκοριστικό για το ἅλυσις [1] [2][3][4] Συγκρίνετε με το άλυσος.
Μέρος μιας σιδερένιας αλυσίδας.
Αλυσίδα, κόσμημα για το λαιμό.
Αλυσίδα ποδηλάτου.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλυσίδα θηλυκό

  1. (και για κόσμημα) σειρά μεταλλικών κρίκων συνδεδεμένων μεταξύ τους
      Φορούσε λεπτές χρυσές αλυσίδες καρτιέ στο λαιμό.
  2. (μεταφορικά) σειρά
    1. σύνολο καταστημάτων με το ίδιο όνομα τα οποία η ίδια εταιρία διαχειρίζεται
        Δε συχνάζω στις μεγάλες αλυσίδες, προτιμάω τα μικρά γειτονικά μαγαζιά.
    2. σειρά πραγμάτων που συνδέονται ή εξαρτώνται το ένα από το άλλο
        τροφική αλυσίδα, αλυσίδα γεγονότων

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Μεγεθυντικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. αλυσίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. αλυσίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. αλυσίδα -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας