Δείτε επίσης: ἄλυσις, άλυσος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἅλυσῐς αἱ ἁλύσεις
      γενική τῆς ἁλύσεως τῶν ἁλύσεων
      δοτική τῇ ἁλύσει ταῖς ἁλύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἅλυσῐν τὰς ἁλύσεις
     κλητική ! ἅλυσῐ ἁλύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁλύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἁλυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἅλυσις < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: άλυσος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἅλυσις θηλυκό

  1. αλυσίδα
  2. δεσμά
  3. (κόσμημα) αλυσίδα (γυναικείο κόσμημα)
  4. (ερωτικό) δέσιμο

Σημειώσεις

επεξεργασία

Για τη δασεία (ενώ το ἄλυσις < ἀλύω, ψιλούται):

  • ※  3ος αιώνας κε Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ Ἰλιακῆς προσῳδίας,18.487@scaife.perseus [η έκδοση με μηνοειδές σίγμα]
    Τὸ ϲτερητικὸν ͞α ψιλοῦται, ἄφιλος, ἄοικοϲ, ἀλίαϲτοϲ πλὴν τοῦ ἅλυϲιϲ καὶ Ἅιδηϲ. […]
    τὸ δὲ ἄμαξα εἰϲ ἰδιότητα ἐψίλωϲαν οἱ πρὸ ἡμῶν, ἐπεὶ ἡ ϲυναλοιφὴ οὕτωϲ εὑρέθη «τιλλέϲθην ἐπ’ ἄμαξαν» (Ω 711) καὶ «οἱ δ’ ὑπ’ ἀμάξῃϲιν» (Ω 782) ὥϲπερ καὶ τὸ ἅλυϲιϲ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἐδαϲύνθη εἰϲ ἰδιότητα.

Παράγωγα

επεξεργασία