Δείτε επίσης: ἅλυσος

Ετυμολογία

επεξεργασία
άλυσος <

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άλυσος οι άλυσοι
      γενική του άλυσου των άλυσων
    αιτιατική τον άλυσο τους άλυσους
     κλητική άλυσε άλυσοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

άλυσος αρσενικό

  • (δημοτική) η αλυσίδα
      Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν βρήκα. (Από το δημοτικό τραγούδι "Του γιοφυριού της Άρτας")

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. 1 2 άλυσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας