Δείτε επίσης: ἅλυσος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άλυσος <

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.li.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐λυ‐σος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άλυσος οι άλυσοι
      γενική του άλυσου των άλυσων
    αιτιατική τον άλυσο τους άλυσους
     κλητική άλυσε άλυσοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

άλυσος αρσενικό

  • (δημοτική) η αλυσίδα
    ※  Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν βρήκα. (Από το δημοτικό τραγούδι "Του γιοφυριού της Άρτας")

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άλυσος οι άλυσοι
      γενική της αλύσου των αλύσων
    αιτιατική την άλυσο τις αλύσους
     κλητική άλυσε άλυσοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

άλυσος θηλυκό

  1. (από την καθαρεύουσα ἅλυσος, λόγιο) η αλυσίδα
  2. (μαθηματικά) γραμμικά διατεταγμένο σύνολο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. 2,0 2,1 άλυσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας