άλυσος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | άλυσος | οι | άλυσοι |
γενική | του/της του |
αλύσου άλυσου |
των | αλύσων |
αιτιατική | τον/την | άλυσο | τους/τις | αλύσους |
κλητική | άλυσε | άλυσοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άλυσος < μεσαιωνική ελληνική ἅλυσος < αρχαία ελληνική ἅλυσις
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.li.sos/
- συλλαβισμός : ά‐λυ‐σος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άλυσος αρσενικό ή θηλυκό
- η αλυσίδα
- ※ Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν βρήκα. (Από το δημοτικό τραγούδι "Του γιοφυριού της Άρτας")
- ※ ἐνώ η περισφίγγουσα αυτοὺς ανθρωπίνη άλυσος καθίστατο τοσούτω στενή, ώστε και η αναπνοὴ αυτών ήρχιζε να στενοχωρήται (Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, Μέρος Γ)
- (μαθηματικά) γραμμικά διατεταγμένο σύνολο
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άλυσος
→ δείτε τη λέξη αλυσίδα |