άλυσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άλυσος <
- για το αρσενικό < μέσω του τύπου: μεσαιωνική ελληνική ἅλυσος[1] κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἅλυσ(ις) + μεγεθυντικό -ος[2]
- για το θηλυκό < λόγιος συμφυρμός του αρχαίου θηλυκού τριτόκλιτου ἡ ἅλυσις και του λαϊκού αρσενικού ο άλυσος [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.li.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐λυ‐σος
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άλυσος | οι | άλυσοι |
γενική | του | άλυσου | των | άλυσων |
αιτιατική | τον | άλυσο | τους | άλυσους |
κλητική | άλυσε | άλυσοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
άλυσος αρσενικό
- (δημοτική) η αλυσίδα
- ※ Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν βρήκα. (Από το δημοτικό τραγούδι "Του γιοφυριού της Άρτας")
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άλυσος
→ δείτε τη λέξη αλυσίδα |
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άλυσος | οι | άλυσοι |
γενική | της | αλύσου | των | αλύσων |
αιτιατική | την | άλυσο | τις | αλύσους |
κλητική | άλυσε | άλυσοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
άλυσος θηλυκό
- (από την καθαρεύουσα ἅλυσος, λόγιο) η αλυσίδα
- (μαθηματικά) γραμμικά διατεταγμένο σύνολο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαθηματικός όρος: η άλυσος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ 2,0 2,1 άλυσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας