αλυσοπρίονο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li.soˈpɾi.o.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλυσοπρίονο ουδέτερο
- (εργαλείο) μηχανικό πριόνι με δόντια φτιαγμένα σε αλυσίδα, που χρησιμοποιείται κυρίως για το κόψιμο δέντρων