αλυσοδένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλυσοδένω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλυσοδένω < ἅλυσ(ος) + -ο- + δένω
Ρήμα
επεξεργασίααλυσοδένω, αόρ.: αλυσόδεσα, παθ.φωνή: αλυσοδένομαι, π.αόρ.: αλυσοδέθηκα, μτχ.π.π.: αλυσοδεμένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αλυσίδα και δένω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλυσοδένω | αλυσόδενα | θα αλυσοδένω | να αλυσοδένω | αλυσοδένοντας | |
β' ενικ. | αλυσοδένεις | αλυσόδενες | θα αλυσοδένεις | να αλυσοδένεις | αλυσόδενε | |
γ' ενικ. | αλυσοδένει | αλυσόδενε | θα αλυσοδένει | να αλυσοδένει | ||
α' πληθ. | αλυσοδένουμε | αλυσοδέναμε | θα αλυσοδένουμε | να αλυσοδένουμε | ||
β' πληθ. | αλυσοδένετε | αλυσοδένατε | θα αλυσοδένετε | να αλυσοδένετε | αλυσοδένετε | |
γ' πληθ. | αλυσοδένουν(ε) | αλυσόδεναν αλυσοδέναν(ε) |
θα αλυσοδένουν(ε) | να αλυσοδένουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλυσόδεσα | θα αλυσοδέσω | να αλυσοδέσω | αλυσοδέσει | ||
β' ενικ. | αλυσόδεσες | θα αλυσοδέσεις | να αλυσοδέσεις | αλυσόδεσε | ||
γ' ενικ. | αλυσόδεσε | θα αλυσοδέσει | να αλυσοδέσει | |||
α' πληθ. | αλυσοδέσαμε | θα αλυσοδέσουμε | να αλυσοδέσουμε | |||
β' πληθ. | αλυσοδέσατε | θα αλυσοδέσετε | να αλυσοδέσετε | αλυσοδέστε | ||
γ' πληθ. | αλυσόδεσαν αλυσοδέσαν(ε) |
θα αλυσοδέσουν(ε) | να αλυσοδέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλυσοδέσει | είχα αλυσοδέσει | θα έχω αλυσοδέσει | να έχω αλυσοδέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλυσοδέσει | είχες αλυσοδέσει | θα έχεις αλυσοδέσει | να έχεις αλυσοδέσει | έχε αλυσοδεμένο | |
γ' ενικ. | έχει αλυσοδέσει | είχε αλυσοδέσει | θα έχει αλυσοδέσει | να έχει αλυσοδέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλυσοδέσει | είχαμε αλυσοδέσει | θα έχουμε αλυσοδέσει | να έχουμε αλυσοδέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλυσοδέσει | είχατε αλυσοδέσει | θα έχετε αλυσοδέσει | να έχετε αλυσοδέσει | έχετε αλυσοδεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αλυσοδέσει | είχαν αλυσοδέσει | θα έχουν αλυσοδέσει | να έχουν αλυσοδέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αλυσοδεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αλυσοδεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αλυσοδεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αλυσοδεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλυσοδένομαι | αλυσοδενόμουν(α) | θα αλυσοδένομαι | να αλυσοδένομαι | ||
β' ενικ. | αλυσοδένεσαι | αλυσοδενόσουν(α) | θα αλυσοδένεσαι | να αλυσοδένεσαι | ||
γ' ενικ. | αλυσοδένεται | αλυσοδενόταν(ε) | θα αλυσοδένεται | να αλυσοδένεται | ||
α' πληθ. | αλυσοδενόμαστε | αλυσοδενόμαστε αλυσοδενόμασταν |
θα αλυσοδενόμαστε | να αλυσοδενόμαστε | ||
β' πληθ. | αλυσοδένεστε | αλυσοδενόσαστε αλυσοδενόσασταν |
θα αλυσοδένεστε | να αλυσοδένεστε | (αλυσοδένεστε) | |
γ' πληθ. | αλυσοδένονται | αλυσοδένονταν αλυσοδενόντουσαν |
θα αλυσοδένονται | να αλυσοδένονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλυσοδέθηκα | θα αλυσοδεθώ | να αλυσοδεθώ | αλυσοδεθεί | ||
β' ενικ. | αλυσοδέθηκες | θα αλυσοδεθείς | να αλυσοδεθείς | αλυσοδέσου | ||
γ' ενικ. | αλυσοδέθηκε | θα αλυσοδεθεί | να αλυσοδεθεί | |||
α' πληθ. | αλυσοδεθήκαμε | θα αλυσοδεθούμε | να αλυσοδεθούμε | |||
β' πληθ. | αλυσοδεθήκατε | θα αλυσοδεθείτε | να αλυσοδεθείτε | αλυσοδεθείτε | ||
γ' πληθ. | αλυσοδέθηκαν αλυσοδεθήκαν(ε) |
θα αλυσοδεθούν(ε) | να αλυσοδεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλυσοδεθεί | είχα αλυσοδεθεί | θα έχω αλυσοδεθεί | να έχω αλυσοδεθεί | αλυσοδεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλυσοδεθεί | είχες αλυσοδεθεί | θα έχεις αλυσοδεθεί | να έχεις αλυσοδεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλυσοδεθεί | είχε αλυσοδεθεί | θα έχει αλυσοδεθεί | να έχει αλυσοδεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλυσοδεθεί | είχαμε αλυσοδεθεί | θα έχουμε αλυσοδεθεί | να έχουμε αλυσοδεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλυσοδεθεί | είχατε αλυσοδεθεί | θα έχετε αλυσοδεθεί | να έχετε αλυσοδεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλυσοδεθεί | είχαν αλυσοδεθεί | θα έχουν αλυσοδεθεί | να έχουν αλυσοδεθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αλυσοδεμένος - είμαστε, είστε, είναι αλυσοδεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αλυσοδεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αλυσοδεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αλυσοδεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αλυσοδεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αλυσοδεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αλυσοδεμένοι |