Δείτε επίσης: ἀλυσοδένω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αλυσοδένω, αόρ.: αλυσόδεσα, παθ.φωνή: αλυσοδένομαι, π.αόρ.: αλυσοδέθηκα, μτχ.π.π.: αλυσοδεμένος

  1. δένω με αλυσίδα
  2. σκλαβώνω, υποδουλώνω, στερώ την ελευθερία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις αλυσίδα και δένω

Μεταφράσεις

επεξεργασία