Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλυσόδετος η αλυσόδετη το αλυσόδετο
      γενική του αλυσόδετου της αλυσόδετης του αλυσόδετου
    αιτιατική τον αλυσόδετο την αλυσόδετη το αλυσόδετο
     κλητική αλυσόδετε αλυσόδετη αλυσόδετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλυσόδετοι οι αλυσόδετες τα αλυσόδετα
      γενική των αλυσόδετων των αλυσόδετων των αλυσόδετων
    αιτιατική τους αλυσόδετους τις αλυσόδετες τα αλυσόδετα
     κλητική αλυσόδετοι αλυσόδετες αλυσόδετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλυσόδετος < αλυσοδένω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αλυσόδετος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία