Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλυσοδέσμιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλυσοδέσμι
ος
η
αλυσοδέσμι
α
το
αλυσοδέσμι
ο
γενική
του
αλυσοδέσμι
ου
της
αλυσοδέσμι
ας
του
αλυσοδέσμι
ου
αιτιατική
τον
αλυσοδέσμι
ο
την
αλυσοδέσμι
α
το
αλυσοδέσμι
ο
κλητική
αλυσοδέσμι
ε
αλυσοδέσμι
α
αλυσοδέσμι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλυσοδέσμι
οι
οι
αλυσοδέσμι
ες
τα
αλυσοδέσμι
α
γενική
των
αλυσοδέσμι
ων
των
αλυσοδέσμι
ων
των
αλυσοδέσμι
ων
αιτιατική
τους
αλυσοδέσμι
ους
τις
αλυσοδέσμι
ες
τα
αλυσοδέσμι
α
κλητική
αλυσοδέσμι
οι
αλυσοδέσμι
ες
αλυσοδέσμι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλυσοδέσμιος
<
άλυσος
+
-ο-
+
δέσμιος
Επίθετο
επεξεργασία
αλυσοδέσμιος, -α, -ο
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
)
δεμένος
με
αλυσίδα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άλυσος
και
δένω
αλυσόδεσμος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αλυσοδεμένος
αλυσόδετος
σιδεροδέσμιος
/
σιδηροδέσμιος
αλυσοδεμένος
αλυσωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλυσοδέσμιος
αγγλικά
:
enchained
(en)