Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιδεροδέσμιος η σιδεροδέσμια το σιδεροδέσμιο
      γενική του σιδεροδέσμιου της σιδεροδέσμιας του σιδεροδέσμιου
    αιτιατική τον σιδεροδέσμιο τη σιδεροδέσμια το σιδεροδέσμιο
     κλητική σιδεροδέσμιε σιδεροδέσμια σιδεροδέσμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδεροδέσμιοι οι σιδεροδέσμιες τα σιδεροδέσμια
      γενική των σιδεροδέσμιων των σιδεροδέσμιων των σιδεροδέσμιων
    αιτιατική τους σιδεροδέσμιους τις σιδεροδέσμιες τα σιδεροδέσμια
     κλητική σιδεροδέσμιοι σιδεροδέσμιες σιδεροδέσμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδεροδέσμιος < ελληνιστική κοινή σιδηροδέσμιος / σιδηρόδεσμος < αρχαία ελληνική σίδηρος + δεσμός, μορφολογικά αναλύεται σιδερο- + δέσμιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ðe.ɾoˈðe.zmi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δε‐ρο‐δέ‐σμι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

σιδεροδέσμιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία