Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλυσοδεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλυσοδεμέν
ος
η
αλυσοδεμέν
η
το
αλυσοδεμέν
ο
γενική
του
αλυσοδεμέν
ου
της
αλυσοδεμέν
ης
του
αλυσοδεμέν
ου
αιτιατική
τον
αλυσοδεμέν
ο
την
αλυσοδεμέν
η
το
αλυσοδεμέν
ο
κλητική
αλυσοδεμέν
ε
αλυσοδεμέν
η
αλυσοδεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλυσοδεμέν
οι
οι
αλυσοδεμέν
ες
τα
αλυσοδεμέν
α
γενική
των
αλυσοδεμέν
ων
των
αλυσοδεμέν
ων
των
αλυσοδεμέν
ων
αιτιατική
τους
αλυσοδεμέν
ους
τις
αλυσοδεμέν
ες
τα
αλυσοδεμέν
α
κλητική
αλυσοδεμέν
οι
αλυσοδεμέν
ες
αλυσοδεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλυσοδεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αλυσοδένω
Μετοχή
επεξεργασία
αλυσοδεμένος, -η, -ο
δεμένος
με
αλυσίδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλυσοδεμένος
γαλλικά
:
enchaîné
(fr)