enchaîné
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enchaîné | enchaînés |
θηλυκό | enchaînée | enchaînées |
enchaîné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enchaîné | enchaînés |
θηλυκό | enchaînée | enchaînées |
enchaîné (fr)