Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δέσμιος η δέσμια το δέσμιο
      γενική του δέσμιου της δέσμιας του δέσμιου
    αιτιατική τον δέσμιο τη δέσμια το δέσμιο
     κλητική δέσμιε δέσμια δέσμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δέσμιοι οι δέσμιες τα δέσμια
      γενική των δέσμιων των δέσμιων των δέσμιων
    αιτιατική τους δέσμιους τις δέσμιες τα δέσμια
     κλητική δέσμιοι δέσμιες δέσμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέσμιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέσμιος < δεσμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðe.zmi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δέ‐σμι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

δέσμιος, -ια, -ιο

  1. δεμένος με χειροπέδες ή άλλα δεσμά, κρατούμενος
    ο δραπέτης συνελήφθη και οδηγήθηκε δέσμιος στις φυλακές
  2. (μεταφορικά) που είναι υποταγμένος σε κάτι, εξαρτημένος από κάτι ή κάποιον
    δέσμιος των παθών του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία