ΔΦΑ : /ˈbaʊnd/
 

bound (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. δεσμευμένος, συνδεδεμένος
  2. (στα σύνθετα) καθηλωμένος
      weather-bound/snowbound/icebound - καθηλωμένος από τον καιρό/το χιόνι/τον πάγο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bound bounds

bound (en)

  1. όριο, πέρας
  2. φράγμα, φραγμός
  3. σύνδεση

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία