bound
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
bound (en) (χωρίς παραθετικά)
- δεσμευμένος, συνδεδεμένος
- (στα σύνθετα) καθηλωμένος
- ⮡ weather-bound/snowbound/icebound - καθηλωμένος από τον καιρό/το χιόνι/τον πάγο
Αντώνυμα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- bound (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 395. ISBN 9780194325684., λήμμα: καθηλώνω