αλυσόδετων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλυσόδετων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλυσόδετος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλυσόδετος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλυσόδετος
αλυσόδετων