αλυσιδωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλυσιδωτός < ελληνιστική κοινή ἁλυσιδωτός· 2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική en chaîne)
Επίθετο επεξεργασία
αλυσιδωτός
- που αποτελείται από μέρη που είναι συνδεδεμένα μαζί όπως σε μια αλυσίδα
- (μεταφορικά) για μια σειρά γεγονότων που γίνονται διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο
- αλυσιδωτή αντίδραση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλυσιδωτός θώρακας