• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κλειδωμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλειδωμένος η κλειδωμένη το κλειδωμένο
      γενική του κλειδωμένου της κλειδωμένης του κλειδωμένου
    αιτιατική τον κλειδωμένο την κλειδωμένη το κλειδωμένο
     κλητική κλειδωμένε κλειδωμένη κλειδωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλειδωμένοι οι κλειδωμένες τα κλειδωμένα
      γενική των κλειδωμένων των κλειδωμένων των κλειδωμένων
    αιτιατική τους κλειδωμένους τις κλειδωμένες τα κλειδωμένα
     κλητική κλειδωμένοι κλειδωμένες κλειδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επεξεργασία

κλειδωμένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου κλειδώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κλειδωμένος
  • γαλλικά : fermé (fr) à clé (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κλειδωμένος&oldid=6972110"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Δεκεμβρίου 2024, στις 20:45

Γλώσσες

    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Δεκεμβρίου 2024, στις 20:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας