Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλειδώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κλειδώνω

  Ρήμα επεξεργασία

κλειδώνομαι

  1. με κλειδώνουν
  2. κλειδώνω τον εαυτό μου μέσα σε ένα χώρο, είτε εκούσια είτε ακούσια
  3. κλειδώνομαι απ' έξω: δεν μπορώ να μπω σε έναν κλειδωμένο χώρο επειδή ξέχασα τα κλειδιά
    • δεν μπορώ να μπω σε έναν λογαριασμό υπολογιστή επειδή ξέχασα τον κωδικό

Σύνθετα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία