Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οριστικοποιώ < οριστικός + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

οριστικοποιώ

  1. κάνω κάτι οριστικό
    Οριστικοποιώ το θέμα και δεν δέχομαι διαφωνίες.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία