Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οριστικοποιώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
οριστικοποιώ
<
οριστικός
+
ποιώ
Ρήμα
επεξεργασία
οριστικοποιώ
κάνω
κάτι
οριστικό
Οριστικοποιώ
το θέμα και δεν δέχομαι διαφωνίες.
Συνώνυμα
επεξεργασία
φιξάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οριστικοποιώ
αγγλικά
:
confirm
(en)
,
finalize
(en)