Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιξάρω < φιξ + -άρω ((άμεσο δάνειο) γαλλική fixer)

  Ρήμα επεξεργασία

φιξάρω

  1. οριστικοποιώ, καθορίζω με βεβαιότητα (ημερομηνία, ραντεβού)
  2. σταθεροποιώ αντικείμενο ή χρώμα (ώστε να μείνει αναλλοίωτο)
  3. (φωτογραφικός όρος): ειδική επεξεργασία με χημικά μέσα κατά την εμφάνιση του φιλμ

  Μεταφράσεις επεξεργασία