Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fixer (en)

  1. διακανονιστής, άτομο (και όχι μόνο) που κανονίζει συναντήσεις (ή διασυνδέσεις)
  2. διορθωτής, επιδιορθωτής, επισκευαστής
  3. σταθεροποιητής
    • τρίποδο φωτογραφικής μηχανής ή ανάλογο εργαλείο



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

fixer (fr)