fixer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfixer (en)
- διακανονιστής, άτομο (και όχι μόνο) που κανονίζει συναντήσεις (ή διασυνδέσεις)
- διορθωτής, επιδιορθωτής, επισκευαστής
- σταθεροποιητής
- τρίποδο φωτογραφικής μηχανής ή ανάλογο εργαλείο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfixer (fr)