ξεκλειδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.kliˈðo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐κλει‐δώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαξεκλειδώνω, αόρ.: ξεκλείδωσα, παθ.φωνή: ξεκλειδώνομαι, π.αόρ.: ξεκλειδώθηκα, μτχ.π.π.: ξεκλειδωμένος
- ενεργώ έτσι ώστε κάτι (πόρτα, κλειδαριά, πρόγραμμα Η/Υ) να πάψει να είναι κλειδωμένο
- (μεταφορικά) βρίσκω το "κλειδί" ώστε να κατανοήσω ένα μήνυμα, αποκρυπτογραφώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κλειδί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκλειδώνω | ξεκλείδωνα | θα ξεκλειδώνω | να ξεκλειδώνω | ξεκλειδώνοντας | |
β' ενικ. | ξεκλειδώνεις | ξεκλείδωνες | θα ξεκλειδώνεις | να ξεκλειδώνεις | ξεκλείδωνε | |
γ' ενικ. | ξεκλειδώνει | ξεκλείδωνε | θα ξεκλειδώνει | να ξεκλειδώνει | ||
α' πληθ. | ξεκλειδώνουμε | ξεκλειδώναμε | θα ξεκλειδώνουμε | να ξεκλειδώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεκλειδώνετε | ξεκλειδώνατε | θα ξεκλειδώνετε | να ξεκλειδώνετε | ξεκλειδώνετε | |
γ' πληθ. | ξεκλειδώνουν(ε) | ξεκλείδωναν ξεκλειδώναν(ε) |
θα ξεκλειδώνουν(ε) | να ξεκλειδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκλείδωσα | θα ξεκλειδώσω | να ξεκλειδώσω | ξεκλειδώσει | ||
β' ενικ. | ξεκλείδωσες | θα ξεκλειδώσεις | να ξεκλειδώσεις | ξεκλείδωσε | ||
γ' ενικ. | ξεκλείδωσε | θα ξεκλειδώσει | να ξεκλειδώσει | |||
α' πληθ. | ξεκλειδώσαμε | θα ξεκλειδώσουμε | να ξεκλειδώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκλειδώσατε | θα ξεκλειδώσετε | να ξεκλειδώσετε | ξεκλειδώστε | ||
γ' πληθ. | ξεκλείδωσαν ξεκλειδώσαν(ε) |
θα ξεκλειδώσουν(ε) | να ξεκλειδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκλειδώσει | είχα ξεκλειδώσει | θα έχω ξεκλειδώσει | να έχω ξεκλειδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκλειδώσει | είχες ξεκλειδώσει | θα έχεις ξεκλειδώσει | να έχεις ξεκλειδώσει | έχε ξεκλειδωμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεκλειδώσει | είχε ξεκλειδώσει | θα έχει ξεκλειδώσει | να έχει ξεκλειδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκλειδώσει | είχαμε ξεκλειδώσει | θα έχουμε ξεκλειδώσει | να έχουμε ξεκλειδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκλειδώσει | είχατε ξεκλειδώσει | θα έχετε ξεκλειδώσει | να έχετε ξεκλειδώσει | έχετε ξεκλειδωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεκλειδώσει | είχαν ξεκλειδώσει | θα έχουν ξεκλειδώσει | να έχουν ξεκλειδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεκλειδωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεκλειδωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεκλειδωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεκλειδωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκλειδώνομαι | ξεκλειδωνόμουν(α) | θα ξεκλειδώνομαι | να ξεκλειδώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεκλειδώνεσαι | ξεκλειδωνόσουν(α) | θα ξεκλειδώνεσαι | να ξεκλειδώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεκλειδώνεται | ξεκλειδωνόταν(ε) | θα ξεκλειδώνεται | να ξεκλειδώνεται | ||
α' πληθ. | ξεκλειδωνόμαστε | ξεκλειδωνόμαστε ξεκλειδωνόμασταν |
θα ξεκλειδωνόμαστε | να ξεκλειδωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεκλειδώνεστε | ξεκλειδωνόσαστε ξεκλειδωνόσασταν |
θα ξεκλειδώνεστε | να ξεκλειδώνεστε | (ξεκλειδώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεκλειδώνονται | ξεκλειδώνονταν ξεκλειδωνόντουσαν |
θα ξεκλειδώνονται | να ξεκλειδώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκλειδώθηκα | θα ξεκλειδωθώ | να ξεκλειδωθώ | ξεκλειδωθεί | ||
β' ενικ. | ξεκλειδώθηκες | θα ξεκλειδωθείς | να ξεκλειδωθείς | ξεκλειδώσου | ||
γ' ενικ. | ξεκλειδώθηκε | θα ξεκλειδωθεί | να ξεκλειδωθεί | |||
α' πληθ. | ξεκλειδωθήκαμε | θα ξεκλειδωθούμε | να ξεκλειδωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεκλειδωθήκατε | θα ξεκλειδωθείτε | να ξεκλειδωθείτε | ξεκλειδωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεκλειδώθηκαν ξεκλειδωθήκαν(ε) |
θα ξεκλειδωθούν(ε) | να ξεκλειδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεκλειδωθεί | είχα ξεκλειδωθεί | θα έχω ξεκλειδωθεί | να έχω ξεκλειδωθεί | ξεκλειδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεκλειδωθεί | είχες ξεκλειδωθεί | θα έχεις ξεκλειδωθεί | να έχεις ξεκλειδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκλειδωθεί | είχε ξεκλειδωθεί | θα έχει ξεκλειδωθεί | να έχει ξεκλειδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκλειδωθεί | είχαμε ξεκλειδωθεί | θα έχουμε ξεκλειδωθεί | να έχουμε ξεκλειδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκλειδωθεί | είχατε ξεκλειδωθεί | θα έχετε ξεκλειδωθεί | να έχετε ξεκλειδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκλειδωθεί | είχαν ξεκλειδωθεί | θα έχουν ξεκλειδωθεί | να έχουν ξεκλειδωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεκλειδωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεκλειδωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεκλειδωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεκλειδωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεκλειδωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεκλειδωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεκλειδωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεκλειδωμένοι |