ξεκλειδωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκλειδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεκλειδώνω
Μετοχή
επεξεργασίαξεκλειδωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεκλειδώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκλειδωμένος
|
ξεκλειδωμένος, -η, -ο
|