Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκλείδωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξεκλείδωμα
τα
ξεκλειδώμα
τ
α
γενική
του
ξεκλειδώμα
τ
ος
των
ξεκλειδωμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξεκλείδωμα
τα
ξεκλειδώμα
τ
α
κλητική
ξεκλείδωμα
ξεκλειδώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεκλείδωμα
<
ξεκλειδώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεκλείδωμα
ουδέτερο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του
ξεκλειδώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεκλείδωμα