Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκλείδωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεκλείδωτ
ος
η
ξεκλείδωτ
η
το
ξεκλείδωτ
ο
γενική
του
ξεκλείδωτ
ου
της
ξεκλείδωτ
ης
του
ξεκλείδωτ
ου
αιτιατική
τον
ξεκλείδωτ
ο
την
ξεκλείδωτ
η
το
ξεκλείδωτ
ο
κλητική
ξεκλείδωτ
ε
ξεκλείδωτ
η
ξεκλείδωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεκλείδωτ
οι
οι
ξεκλείδωτ
ες
τα
ξεκλείδωτ
α
γενική
των
ξεκλείδωτ
ων
των
ξεκλείδωτ
ων
των
ξεκλείδωτ
ων
αιτιατική
τους
ξεκλείδωτ
ους
τις
ξεκλείδωτ
ες
τα
ξεκλείδωτ
α
κλητική
ξεκλείδωτ
οι
ξεκλείδωτ
ες
ξεκλείδωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεκλείδωτος
ρηματικό επίθετο σε
-τος
από το
ξεκλειδώνω
Επίθετο
επεξεργασία
ξεκλείδωτος, -η, -ο
που δεν έχει
κλειδωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
κλειδωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεκλείδωτος
γαλλικά
: non
fermé
(fr)
à
clef
(fr)