Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκλείδωτος η ξεκλείδωτη το ξεκλείδωτο
      γενική του ξεκλείδωτου της ξεκλείδωτης του ξεκλείδωτου
    αιτιατική τον ξεκλείδωτο την ξεκλείδωτη το ξεκλείδωτο
     κλητική ξεκλείδωτε ξεκλείδωτη ξεκλείδωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκλείδωτοι οι ξεκλείδωτες τα ξεκλείδωτα
      γενική των ξεκλείδωτων των ξεκλείδωτων των ξεκλείδωτων
    αιτιατική τους ξεκλείδωτους τις ξεκλείδωτες τα ξεκλείδωτα
     κλητική ξεκλείδωτοι ξεκλείδωτες ξεκλείδωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκλείδωτος ρηματικό επίθετο σε -τος από το ξεκλειδώνω

  Επίθετο επεξεργασία

ξεκλείδωτος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία