ξεκλείδωτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκλείδωτα < ξεκλείδωτος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαξεκλείδωτα
- χωρίς να έχει κλειδωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλειδί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκλείδωτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξεκλείδωτος