Δείτε επίσης: κλείδωμα, κλείδωσις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλείδωση οι κλειδώσεις
      γενική της κλείδωσης* των κλειδώσεων
    αιτιατική την κλείδωση τις κλειδώσεις
     κλητική κλείδωση κλειδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλειδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλείδωση < μεσαιωνική ελληνική κλείδωσις < ελληνιστική κοινή κλείδωσις < κλειδόω / κλειδῶ < αρχαία ελληνική κλείς < πρωτοελληνική *klāwī́ds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkli.ðo.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλείδωση θηλυκό

  1. (ανατομία) η άρθρωση των οστών
  2. η σύνδεση, το σημείο στο οποίο συνδέονται δύο ή περισσότερα πράγματα
  3. κλείδωμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία