κλείδωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κλείδωσῐς | αἱ | κλειδώσεις | ||||
γενική | τῆς | κλειδώσεως | τῶν | κλειδώσεων | ||||
δοτική | τῇ | κλειδώσει | ταῖς | κλειδώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κλείδωσῐν | τὰς | κλειδώσεις | ||||
κλητική ὦ! | κλείδωσῐ | κλειδώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλειδώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κλειδωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλείδωσις θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- διαφορετικό το νεοελληνικό κλείδωση
Πηγές επεξεργασία
- κλείδωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.