κλειδώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακλειδώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλειδώνω
- θα κλειδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλειδώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακλειδώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κλείδωση