↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλειδωτός η κλειδωτή το κλειδωτό
      γενική του κλειδωτού της κλειδωτής του κλειδωτού
    αιτιατική τον κλειδωτό την κλειδωτή το κλειδωτό
     κλητική κλειδωτέ κλειδωτή κλειδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλειδωτοί οι κλειδωτές τα κλειδωτά
      γενική των κλειδωτών των κλειδωτών των κλειδωτών
    αιτιατική τους κλειδωτούς τις κλειδωτές τα κλειδωτά
     κλητική κλειδωτοί κλειδωτές κλειδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλειδωτός < μεσαιωνική ελληνική κλειδωτός[1] < ελληνιστική κοινή κλειδόω / κλειδῶ < αρχαία ελληνική κλείς

  Επίθετο

επεξεργασία

κλειδωτός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλειδωτός < ελληνιστική κοινή κλειδόω / κλειδ(ῶ) + -ωτός < αρχαία ελληνική κλείς

  Επίθετο

επεξεργασία

κλειδωτός

  1. κλειδωτός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)