Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακλείδωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακλείδωτ
ος
η
ακλείδωτ
η
το
ακλείδωτ
ο
γενική
του
ακλείδωτ
ου
της
ακλείδωτ
ης
του
ακλείδωτ
ου
αιτιατική
τον
ακλείδωτ
ο
την
ακλείδωτ
η
το
ακλείδωτ
ο
κλητική
ακλείδωτ
ε
ακλείδωτ
η
ακλείδωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακλείδωτ
οι
οι
ακλείδωτ
ες
τα
ακλείδωτ
α
γενική
των
ακλείδωτ
ων
των
ακλείδωτ
ων
των
ακλείδωτ
ων
αιτιατική
τους
ακλείδωτ
ους
τις
ακλείδωτ
ες
τα
ακλείδωτ
α
κλητική
ακλείδωτ
οι
ακλείδωτ
ες
ακλείδωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακλείδωτος
<
μεσαιωνική ελληνική
ἀκλείδωτος
<
α-
+
κλειδώνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακλείδωτος, -η, -ο
που δεν έχει
κλειδωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξεκλείδωτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
κλειδωμένος
κλειδωτός
Συγγενικά
επεξεργασία
ακλείδωτα
→
δείτε
τις λέξεις
κλειδώνω
και
κλειδί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακλείδωτος
αγγλικά
:
unlocked
(en)
γαλλικά
:
déverrouillé
(fr)