ensure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | ensure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ensures |
αόριστος | ensured |
παθητική μετοχή | ensured |
ενεργητική μετοχή | ensuring |
Ρήμα
επεξεργασίαensure (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξασφαλίζω, φροντίζω, κοιτάζω, εξασφαλίζω ότι κάτι είναι σωστό, κάτι έχει γίνει, ή κάτι θα γίνει
- ⮡ I ensured him a good position.
- Του εξασφάλισα μια καλή θέση.
- ⮡ Tourism in combination with agricultural production ensures a high income.
- Ο τουρισμός σε συνδυασμό με την αγροτική παραγωγή εξασφαλίζει ένα υψηλό εισόδημα.
- ⮡ Ensure that you do not break it/you are not late!
- Κοίτα να μην το σπάσεις/να μην αργήσεις!
- ⮡ I always ensure that I am on time.
- Φροντίζω να είμαι πάντα στην ώρα μου.
- ⮡ Ensure nobody leaves without paying.
- Φρόντισε να μη φύγει κανείς χωρίς να πληρώσει.
- ≈ συνώνυμα: make sure
- ⮡ I ensured him a good position.
Πηγές
επεξεργασία- ensure - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 302-303, 457-458, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξασφαλίζω, κοιτάζω, φροντίζω