ενεστώτας ensure
γ΄ ενικό ενεστώτα ensures
αόριστος ensured
παθητική μετοχή ensured
ενεργητική μετοχή ensuring

ensure (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) εξασφαλίζω, φροντίζω, κοιτάζω, εξασφαλίζω ότι κάτι είναι σωστό, κάτι έχει γίνει, ή κάτι θα γίνει
    ⮡  I ensured him a good position.
    Του εξασφάλισα μια καλή θέση.
    ⮡  Tourism in combination with agricultural production ensures a high income.
    Ο τουρισμός σε συνδυασμό με την αγροτική παραγωγή εξασφαλίζει ένα υψηλό εισόδημα.
    ⮡  Ensure that you do not break it/you are not late!
    Κοίτα να μην το σπάσεις/να μην αργήσεις!
    ⮡  I always ensure that I am on time.
    Φροντίζω να είμαι πάντα στην ώρα μου.
    ⮡  Ensure nobody leaves without paying.
    Φρόντισε να μη φύγει κανείς χωρίς να πληρώσει.
     συνώνυμα: make sure