make sure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαmake sure (en) (ιδιωματισμός)
- φροντίζω, κοιτάζω, κάνω κάτι για να είμαι σίγουρος ότι κάτι άλλο συμβαίνει
- ⮡ Make sure you do not break it/you are not late!
- Κοίτα να μην το σπάσεις/να μην αργήσεις!
- ⮡ I make sure to always be on time.
- Φροντίζω να είμαι πάντα στην ώρα μου.
- ⮡ Make sure nobody leaves without paying.
- Φρόντισε να μη φύγει κανείς χωρίς να πληρώσει.
- ⮡ If it’s about a mistake, I’ll make sure to fix it.
- Αν πρόκειται για λάθος, θα φροντίσω να το διορθώσω.
- ⮡ Make sure you do not break it/you are not late!
- σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, ελέγχω αν κάτι είναι αλήθεια ή έχει γίνει
- ⮡ Before you leave, make sure the doors are locked.
- Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι οι πόρτες είναι κλειδωμένες.
- ⮡ Make sure the door is locked.
- Βεβαιώσου ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη.
- ⮡ I made sure he is telling the truth.
- Βεβαιώθηκα ότι λέει την αλήθεια.
- ⮡ Before you leave, make sure the doors are locked.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- sure (idioms): make sure (of something/that…) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 789, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω, σιγουράρω, φροντίζω