Ετυμολογία

επεξεργασία
make sure < → δείτε τις λέξεις make και sure

  Έκφραση

επεξεργασία

make sure (en) (ιδιωματισμός)

  1. φροντίζω, κοιτάζω, κάνω κάτι για να είμαι σίγουρος ότι κάτι άλλο συμβαίνει
    ⮡  Make sure you do not break it/you are not late!
    Κοίτα να μην το σπάσεις/να μην αργήσεις!
    ⮡  I make sure to always be on time.
    Φροντίζω να είμαι πάντα στην ώρα μου.
    ⮡  Make sure nobody leaves without paying.
    Φρόντισε να μη φύγει κανείς χωρίς να πληρώσει.
    ⮡  If it’s about a mistake, I’ll make sure to fix it.
    Αν πρόκειται για λάθος, θα φροντίσω να το διορθώσω.
  2. σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, ελέγχω αν κάτι είναι αλήθεια ή έχει γίνει
    ⮡  Before you leave, make sure the doors are locked.
    Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι οι πόρτες είναι κλειδωμένες.
    ⮡  Make sure the door is locked.
    Βεβαιώσου ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη.
    ⮡  I made sure he is telling the truth.
    Βεβαιώθηκα ότι λέει την αλήθεια.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία