σιγουρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιγουρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σιγουρεύω
Ρήμα
επεξεργασίασιγουρεύομαι, πρτ.: σιγουρευόμουν, στ.μέλλ.: θα σιγουρευτώ, αόρ.: σιγουρεύτηκα, μτχ.π.π.: σιγουρεμένος
- κάνω ό,τι χρειάζεται για να είμαι απολύτως βέβαιος σχετικά με κάτι
- ξαναγύρισε πίσω για να σιγουρευτεί ότι είχε κλειδώσει την εξώπορτα