↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιγουρεμένος η σιγουρεμένη το σιγουρεμένο
      γενική του σιγουρεμένου της σιγουρεμένης του σιγουρεμένου
    αιτιατική τον σιγουρεμένο τη σιγουρεμένη το σιγουρεμένο
     κλητική σιγουρεμένε σιγουρεμένη σιγουρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιγουρεμένοι οι σιγουρεμένες τα σιγουρεμένα
      γενική των σιγουρεμένων των σιγουρεμένων των σιγουρεμένων
    αιτιατική τους σιγουρεμένους τις σιγουρεμένες τα σιγουρεμένα
     κλητική σιγουρεμένοι σιγουρεμένες σιγουρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

σιγουρεμένος, -η, -ο



  Μεταφράσεις

επεξεργασία