Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θηλασμός οι θηλασμοί
      γενική του θηλασμού των θηλασμών
    αιτιατική τον θηλασμό τους θηλασμούς
     κλητική θηλασμέ θηλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηλασμός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θηλάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλασμός αρσενικό

  1. το να τρέφει κανείς ένα βρέφος με μητρικό γάλα
  2. τεχνητός θηλασμός: το να δίνει κανείς γάλα σε ένα βρέφος με το μπιμπερό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία