Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απογαλάκτισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
απογαλάκτισμα
τα
απογαλακτίσμα
τ
α
γενική
του
απογαλακτίσμα
τ
ος
των
απογαλακτισμά
τ
ων
αιτιατική
το
απογαλάκτισμα
τα
απογαλακτίσμα
τ
α
κλητική
απογαλάκτισμα
απογαλακτίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απογαλάκτισμα
<
απογαλακτίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απογαλάκτισμα
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
απογαλακτισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απογαλάκτισμα
→
δείτε
τη λέξη
απογαλακτισμός