Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /kʌtɪŋ/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

cutting (en)

  1. το κόψιμο (η ενέργεια)
  2. κάτι που κόπηκε από ένα σύνολο, απόκομμα, απόσπασμα
  3. τμήμα ενός φυτού που κόβεται για τον πολλαπλασιασμό του με καταβολάδες
  4. το μοντάζ μιας ταινίας
  5. ένα στενό πέρασμα που διανοίχτηκε για να περάσει ένας δρόμος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

cutting (en)

  1. που κόβει, κοπτικός, κοφτερός
  2. (για σχόλια, κριτική) δηκτικός

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

cutting (en)