καταβολάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβολάδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταβολάδα θηλυκό
- (βοτανική) τμήμα ορισμένων φυτών που, χωρίς να κοπεί, φυτεύεται στο έδαφος με σκοπό να δημιουργηθεί νέο φυτό, με νέο ρίζωμα