Δείτε επίσης: ἀπόσπασμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόσπασμα τα αποσπάσματα
      γενική του αποσπάσματος των αποσπασμάτων
    αιτιατική το απόσπασμα τα αποσπάσματα
     κλητική απόσπασμα αποσπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόσπασμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόσπασμα (κομμάτι που έχει αποκοπεί) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpo.spa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐σπα‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόσπασμα ουδέτερο

  1. ενιαίο τμήμα ενός συνόλου
    ⮡  Στη συγκέντρωση θα απαγγελθούν αποσπάσματα από τα ποιήματα του ποιητή.
    ⮡  Βρέθηκαν μόνο αποσπάσματα από τη διαθήκη
  2. (φιλολογία) σωζόμενο τμήμα από χαμένο έργο (όπως τα έργα αρχαίων συγγραφέων)
    ⮡  έκδοση για τα Αποσπάσματα του Αισχύλου
    συντομογραφία: Αποσπ. (Αποσπάσματα) → δείτε και τον λατινικό όρο fragmentum
  3. αφαίρεση πράγματαος, συνήθως με βίαιο ή απότομο τρόπο
  4. μετάθεση υπαλλήλου σε άλλη θέση
     συνώνυμα: απόσπαση, μετάθεση
  5. τμήμα μιας μονάδας στρατιωτικής ή αστυνομικής που χρησιμοποιείται για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία
    ⮡  Ο διοικητής έστειλε ένα απόσπασμα να φυλάει το χώρο.
    → δείτε και τη λέξη άγημα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

=Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αποσπώ, από και σπάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία