απόσπασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόσπασμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόσπασμα (κομμάτι που έχει αποκοπεί) [1]
- για τη φιλολογία < σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική fragmentum
- για τη σημασία «αφαίρση» < σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική détachement
- για τη σημασία «μετάθεση υπάλληλο» < σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική détachement
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.spa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐σπα‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόσπασμα ουδέτερο
- ενιαίο τμήμα ενός συνόλου
- ⮡ Στη συγκέντρωση θα απαγγελθούν αποσπάσματα από τα ποιήματα του ποιητή.
- ⮡ Βρέθηκαν μόνο αποσπάσματα από τη διαθήκη
- (φιλολογία) σωζόμενο τμήμα από χαμένο έργο (όπως τα έργα αρχαίων συγγραφέων)
- ⮡ έκδοση για τα Αποσπάσματα του Αισχύλου
- συντομογραφία: Αποσπ. (Αποσπάσματα) → δείτε και τον λατινικό όρο fragmentum
- αφαίρεση πράγματαος, συνήθως με βίαιο ή απότομο τρόπο
- μετάθεση υπαλλήλου σε άλλη θέση
- τμήμα μιας μονάδας στρατιωτικής ή αστυνομικής που χρησιμοποιείται για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία
- ⮡ Ο διοικητής έστειλε ένα απόσπασμα να φυλάει το χώρο.
- → δείτε και τη λέξη άγημα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- στο απόσπασμα: στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε θάνατο
=Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αποσπώ, από και σπάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόσπασμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απόσπασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- απόσπασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απόσπασμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)