απόσπασμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απόσπασμα < αρχαία ελληνική ἀπόσπασμα (κομμάτι που έχει αποκοπεί)
- (σημασιολογικό δάνειο) από τη λατινική fragmentum
- (σημασιολογικό δάνειο) από τη γαλλική détachement
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απόσπασμα ουδέτερο
- ενιαίο τμήμα ενός συνόλου
- στη συγκέντρωση θα απαγγελθούν αποσπάσματα από τα ποιήματα του ποιητή
- βρέθηκαν μόνο αποσπάσματα από τη διαθήκη
- τμήμα μιας μονάδας στρατιωτικής ή αστυνομικής που χρησιμοποιείται για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία
- ο διοικητής έστειλε ένα απόσπασμα να φυλάει το χώρο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- στο απόσπασμα: στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε θάνατο