άγημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άγημα | τα | αγήματα |
γενική | του | αγήματος | των | αγημάτων |
αιτιατική | το | άγημα | τα | αγήματα |
κλητική | άγημα | αγήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άγημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγημα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γη‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
άγημα ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) το στρατιωτικό τμήμα στο οποίο ανατίθεται (εν καιρώ πολέμου ή ειρήνης) ειδική υπηρεσία όπως παρέλαση, απόδοση τιμών
- ※ Πλησιάζει να πέσει ο ήλιος και ένα μικρό άγημα προχωράει για την υποστολή της σημαίας. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- ιστορία, στην αρχαία Σπάρτη) η στρατιωτική μονάδα μίας μόρας (μοίρας)
- (ιστορία) το επίλεκτο σώμα του μακεδονικού στρατού
Μεταφράσεις επεξεργασία
άγημα