Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄγημα < ἄγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄγημα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε που άγεται, το αγόμενο
  2. (ιστορία) ειδική στρατιωτική μονάδα στην αρχαία Σπάρτη
  3. (ιστορία) εκλεκτό τάγμα σωματοφυλάκων του μακεδονικού στρατού