Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
extrait extraits

extrait (fr) αρσενικό

  1. το χωρίο, το απόκομμα, το απόσπασμα
  2. το απόσταγμα, το εκχύλισμα