Ετυμολογία

επεξεργασία
fragmentum < frango (σπάω) + -mentum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fragmentum ουδέτερο

  1. κομμάτι
  2. απομεινάρι
  3. (φιλολογία) σπάραγμα, απόσπασμα (όπως αποσπάσματα που έχουν διασωθεί από χαμένα έργα αρχαίων συγγραφέων)
    συντομογραφία: Fr.
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fragmentum fragmenta
γενική fragmentī fragmentōrum
δοτική fragmentō fragmentīs
αιτιατική fragmentum fragmenta
κλητική fragmentum fragmenta
αφαιρετική fragmentō fragmentīs
(β' κλίση)