Ουσιαστικό

επεξεργασία

clipping (en)

  1. τμήμα από αντικείμενο που έχει αποκοπεί
  2. άρθρο εφημερίδας που έχει αποκοπεί από την εφημερίδα, απόκομμα
  3. (γλωσσολογία, γραμματική) περικοπή, περικεκομμένος τύπος[1], συγκεκομμένος όρος[2]: αφαίρεση τμήματος μιας μακράς λέξης ώστε να σχηματιστεί μια βραχύτερη λέξη με την ίδια σημασία. Στα αγγλικά, αφαιρείται
    είτε το β΄ συνθετικό ή το επίθημα (π.χ. αγγλικά: advertisement > ad) → δείτε τη λέξη apocope
    είτε το α΄ συνθετικό ή το πρόθημα (π.χ. αγγλικά: aeroplane > plane) → δείτε τις λέξεις apheresis και procope
    είτε και τα δύο (π.χ. αγγλικά: infuenza > flu) → δείτε τη λέξη syncope

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κρύσταλ, Ντέιβιντ (Crystal, David). Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μετάφραση: Γιώργος Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2008 (1η έκδοση:2003). Βασισμένο στην 4η έκδοση (επαυξημένη) του A dictionary of linguistics and phonetics. Blackwell Publishers, 1997. (1η έκδοση: Andre Deutsch, 1980)
  2. Μετάφραση του όρου από τον ΕΛΕΤΟ - LingTermbase