clipping
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
clipping (en)
- (γλωσσολογία, γραμματική) περικοπή, περικεκομμένος τύπος[1]: αφαίρεση τμήματος μιας μακράς λέξης ώστε να σχηματιστεί μια βραχύτερη λέξη με την ίδια σημασία. Στα αγγλικά, αφαιρείται
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Κατηγορία:Περικοπές (αγγλικά)
- clipping στην αγγλική Βικιπαίδεια
- shortening γενικότερος όρος
- abbreviation (συντομογραφία)
- blend (συμφυρμός)
Επεξεργασία
- ↑ Κρύσταλ, Ντέιβιντ (Crystal, David). Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μετάφραση: Γιώργος Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2008 (1η έκδοση:2003). Βασισμένο στην 4η έκδοση (επαυξημένη) του A dictionary of linguistics and phonetics. Blackwell Publishers, 1997. (1η έκδοση: Andre Deutsch, 1980)