Δείτε επίσης: syncopé

Ουσιαστικό

επεξεργασία

syncope (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
syncope syncopes

syncope (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) η συγκοπή
     δείτε τη λέξη  éblouissement, étourdissement, évanouissement, lipothymie
  2. (γλωσσολογία) η συγκοπή
    dénouement >> dénoûment
  3. (μουσική) η συγκοπή
     δείτε τη λέξη  contretemps

Συγγενικά

επεξεργασία