syncope
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- syncope < sincope 1314 < λατινική syncopa < αρχαία ελληνική συγκοπή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
syncope | syncopes |
syncope (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η συγκοπή
- → δείτε τη λέξη éblouissement, étourdissement, évanouissement, lipothymie
- (γλωσσολογία) η συγκοπή
- dénouement >> dénoûment
- (μουσική) η συγκοπή
- → δείτε τη λέξη contretemps