συγκοπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκοπή | οι | συγκοπές |
γενική | της | συγκοπής | των | συγκοπών |
αιτιατική | τη | συγκοπή | τις | συγκοπές |
κλητική | συγκοπή | συγκοπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκοπή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκοπή[1] < συγκόπτω. Μορφολογικά, (συν-) συγ- + κοπή < κόπτω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκο‐πή
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κο‐πή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκοπή θηλυκό
- (ιατρική) η ξαφνική (αλλά συνήθως προσωρινή) απώλεια της συνείδησης λόγω εγκεφαλικής ισχαιμίας. Η λιποθυμία. Συχνά ο όρος συγκοπή αναφέρεται στη συγκοπή καρδιάς που σημαίνει απώλεια συνείδησης που οφείλεται σε καρδιολογικά αίτια (δηλαδή σε μειωμένη ικανότητα της καρδιάς να τροφοδοτήσει τον εγκεφάλο με αίμα).
- (γλωσσολογία) η περικοπή, η παράλειψη ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, ήχων ή τμημάτων από τη μέση μίας λέξης ή λεκτικής ενότητας (φράσης). Στην ελληνική γλώσσα η συγκοπή αφορά συνήθως την απώλεια ενός φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα.
- (ποίηση) η αφαίρεση συλλαβής για να διατηρηθεί το μέτρο του στίχου
- (μουσική) Απόκλιση από τον ρυθμικό τονισμό. Τονισμός του ασθενούς μέρους ενός μέτρου αντί του ισχυρού.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία (ποίηση)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συγκοπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασυγκοπή < (συν-) συγ- + κοπή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκοπή θηλυκό
- ο κατακερματισμός σε μικρά κομμάτια
- (γραμματική) συγκοπή
- (ιατρική) συγκοπή