Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περικοπή οι περικοπές
      γενική της περικοπής των περικοπών
    αιτιατική την περικοπή τις περικοπές
     κλητική περικοπή περικοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περικοπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περικοπή [1] < περικόπτω < περί + κόπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.koˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐κο‐πή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περικοπή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

γλωσσολογία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. περικοπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ξυδόπουλος, Ι. Γιώργος (2007), Λεξικολογία. Εισαγωγή στην ανάλυση της λέξης και του λεξικού. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 7η εκτύπωση, 2017, κεφάλαιο 5.6.2.3. «Περικοπή», σελ.216.
  3. Κρύσταλ, Ντέιβιντ (Crystal, David). Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μετάφραση: Γιώργος Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2008 (1η έκδοση:2003). Βασισμένο στην 4η έκδοση (επαυξημένη) του A dictionary of linguistics and phonetics. Blackwell Publishers, 1997. (1η έκδοση: Andre Deutsch, 1980)
  4. Μετάφραση του όρου από τον ΕΛΕΤΟ - LingTermbase
  5. «Ελληνοαγγλικό γλωσσάριο όρων» στο Fromkin, Victoria. Rodman, Robert. Hyams, Nina. Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας. Επιμελητής: Γιώργος Ι. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2018, 13η έκδοση. 1η έκδοση στα ελληνικά: 2008. 1η έκδοση στα αγγλικά: 2003.
  6. Για την ελληνική γλώσσα, ο όρος ορίζεται διαφορετικά. → δείτε τη λέξη αποκοπή.